- φανταρία
- η(λ. ιταλ.)1. ομάδα φαντάρων, πολλοί φαντάροι μαζί: Το ζαχαροπλαστείο γεμίζει από φανταρία.2. το σύνολο των φαντάρων, το σύνολο του πεζικού, το πεζικό, η πεζούρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.